„τηλέφωνο“: ουδέτερο τηλέφωνο [tiˈlefono]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Panoramica di tutte le traduzion (Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli) Telefon Telefonουδέτερο | Neutrum, sächlich n τηλέφωνο τηλέφωνο esempi παίρνω (στο) τηλέφωνο anrufen (κάποιον jemanden) παίρνω (στο) τηλέφωνο χτυπάει το τηλέφωνο das Telefon klingelt χτυπάει το τηλέφωνο απαντώ στο τηλέφωνο ans Telefon gehen απαντώ στο τηλέφωνο πάρε με τηλέφωνο! ruf mich an! πάρε με τηλέφωνο! δεν κατάφερα να τη βρω στο τηλέφωνο sie war nicht telefonisch zu erreichen δεν κατάφερα να τη βρω στο τηλέφωνο τηλέφωνο ανάγκης Notrufsäuleθηλυκό | Femininum, weiblich f τηλέφωνο ανάγκης τηλέφωνο αυτοκινήτου Autotelefonουδέτερο | Neutrum, sächlich n τηλέφωνο αυτοκινήτου τηλέφωνο με κερματοδέκτη Münztelefonουδέτερο | Neutrum, sächlich n τηλέφωνο με κερματοδέκτη τηλέφωνο οικίας Haustelefonουδέτερο | Neutrum, sächlich n τηλέφωνο οικίας nascondi gli esempimostra più esempi