„αθλητής“: αρσενικό αθλητής [aθliˈtis]αρσενικό | Maskulinum, männlich m Panoramica di tutte le traduzion (Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli) Athlet, Sportler Athletαρσενικό | Maskulinum, männlich m αθλητής Sportlerαρσενικό | Maskulinum, männlich m αθλητής αθλητής esempi αθλητής άλματος εις μήκος Weitspringerουδέτερο | Neutrum, sächlich n αθλητής άλματος εις μήκος αθλητής άλματος εις ύψος Hochspringerαρσενικό | Maskulinum, männlich m αθλητής άλματος εις ύψος αθλητής άλματος επί κοντώ Stabhochspringerαρσενικό | Maskulinum, männlich m αθλητής άλματος επί κοντώ αθλητής άλματος με σκι Skispringerαρσενικό | Maskulinum, männlich m αθλητής άλματος με σκι αθλητής βαρέων βαρώνθηλυκό | Femininum, weiblich f Schwergewichtlerουδέτερο | Neutrum, sächlich n αθλητής βαρέων βαρώνθηλυκό | Femininum, weiblich f αθλητής διάθλου Biathletαρσενικό | Maskulinum, männlich m αθλητής διάθλου αθλητής ελαφρών βαρών Leichtgewichtlerαρσενικό | Maskulinum, männlich m αθλητής ελαφρών βαρών αθλητής ενόργανης γυμναστικής Geräteturnerαρσενικό | Maskulinum, männlich m αθλητής ενόργανης γυμναστικής αθλητής ημιτελικού Halbfinalistαρσενικό | Maskulinum, männlich m αθλητής ημιτελικού αθλητής καλλιτεχνικού πατινάζ Eiskunstläuferαρσενικό | Maskulinum, männlich m αθλητής καλλιτεχνικού πατινάζ αθλητής πατινάζ ταχύτητας Eisschnellläuferαρσενικό | Maskulinum, männlich m αθλητής πατινάζ ταχύτητας αθλητής πολλαπλών αθλημάτων Mehrkämpferαρσενικό | Maskulinum, männlich m αθλητής πολλαπλών αθλημάτων αθλητής σκυταλοδρομίας Staffelläuferαρσενικό | Maskulinum, männlich m αθλητής σκυταλοδρομίας nascondi gli esempimostra più esempi