σκι
[skji]ουδέτερο | Neutrum, sächlich nPanoramica di tutte le traduzion
(Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli)
- Skiαρσενικό | Maskulinum, männlich mσκι χιονοπέδιλοσκι χιονοπέδιλο
- Skilaufenουδέτερο | Neutrum, sächlich nσκι άθλημαSkifahrenουδέτερο | Neutrum, sächlich nσκι άθλημασκι άθλημα
esempi
-
- θαλάσσιο σκιWasserskiαρσενικό | Maskulinum, männlich m
- σκι ανωμάλου δρόμουLanglaufskiαρσενικό | Maskulinum, männlich m