verurteilen
transitives Verb | μεταβατικό ρήμα v/tPanoramica di tutte le traduzion
(Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli)
- κατακρίνωverurteilenverurteilen
- καταδικάζω (zu σε)verurteilen auch | και, επίσηςa. Rechtswesen | νομικός όροςJURverurteilen auch | και, επίσηςa. Rechtswesen | νομικός όροςJUR