„verspätet“: Adjektiv verspätetAdjektiv | επίθετο, ως επίθετο adj Panoramica di tutte le traduzion (Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli) καθυστερημένος, με καθυστέρηση καθυστερημένος, με καθυστέρηση verspätet verspätet