verschlüsselt
Adjektiv | επίθετο, ως επίθετο adjPanoramica di tutte le traduzion
(Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli)
- κρυπτογραφικόςverschlüsselt auch | και, επίσηςa. Computer | ηλεκτρονικός υπολογιστήςCOMPUTverschlüsselt auch | και, επίσηςa. Computer | ηλεκτρονικός υπολογιστήςCOMPUT