„verhandlungsbereit“: Adjektiv verhandlungsbereitAdjektiv | επίθετο, ως επίθετο adj Panoramica di tutte le traduzion (Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli) πρόθυμος για διαπραγμάτευση πρόθυμος για διαπραγμάτευση verhandlungsbereit verhandlungsbereit