„umdatieren“: transitives Verb umdatierentransitives Verb | μεταβατικό ρήμα v/t Panoramica di tutte le traduzion (Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli) αλλάζω ημερομηνία σε αλλάζω ημερομηνία σε umdatieren umdatieren esempi eine Rechnung umdatieren τροποποιώ την ημερομηνία σε μία απόδειξηoder | ή od μίας απόδειξης eine Rechnung umdatieren