„überfordern“: transitives Verb überforderntransitives Verb | μεταβατικό ρήμα v/t Panoramica di tutte le traduzion (Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli) έχω υπερβολικές απαιτήσεις από έχω υπερβολικές απαιτήσεις από überfordern überfordern