„Streichwurst“: Femininum, weiblich StreichwurstFemininum, weiblich | θηλυκό f Panoramica di tutte le traduzion (Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli) λουκάνικο σε μορφή επαλείμματος λουκάνικοNeutrum, sächlich | ουδέτερο n σε μορφή επαλείμματος Streichwurst Streichwurst