„Platzkarte“: Femininum, weiblich PlatzkarteFemininum, weiblich | θηλυκό f Panoramica di tutte le traduzion (Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli) εισιτήριο αριθμημένης θέσης εισιτήριοNeutrum, sächlich | ουδέτερο n αριθμημένης θέσης Platzkarte Platzkarte