„Pflanzenöl“: Neutrum, sächlich PflanzenölNeutrum, sächlich | ουδέτερο n Panoramica di tutte le traduzion (Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli) σπορέλαιο, φυτικό έλαιο σπορέλαιοNeutrum, sächlich | ουδέτερο n Pflanzenöl φυτικό έλαιοNeutrum, sächlich | ουδέτερο n Pflanzenöl Pflanzenöl