„offline“: Adverb offlineAdverb | επίρρημα adv Panoramica di tutte le traduzion (Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli) οφλάιν, εκτός σύνδεσης οφλάιν, εκτός σύνδεσης offline Computer | ηλεκτρονικός υπολογιστήςCOMPUT offline Computer | ηλεκτρονικός υπολογιστήςCOMPUT esempi offline gehen βγαίνω εκτός σύνδεσης offline gehen sein είμαι εκτός σύνδεσης sein