„oberste(r, s)“: Adjektiv obersteAdjektiv | επίθετο, ως επίθετο adj Panoramica di tutte le traduzion (Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli) ανώτατος, ο ανώτερος, ο πιο πάνω, ο πάνω-πάνω, ανώτατος ανώτατος, ο ανώτερος, ο πιο πάνω, ο πάνω-πάνω oberste(r, s) räumlich oberste(r, s) räumlich ανώτατος oberste(r, s) Rangfolge oberste(r, s) Rangfolge