„messerscharf“: Adjektiv messerscharfAdjektiv | επίθετο, ως επίθετο adjauch | και, επίσης a. in übertragenem Sinn | μεταφορικάfig Panoramica di tutte le traduzion (Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli) κοφτερός σαν λεπίδι κοφτερός σαν λεπίδι messerscharf messerscharf