„medienwirksam“: Adjektiv medienwirksamAdjektiv | επίθετο, ως επίθετο adj Panoramica di tutte le traduzion (Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli) αποτελεσματικός στην προσέλκυση δημοσιότητας αποτελεσματικός στην προσέλκυση δημοσιότητας medienwirksam medienwirksam