„Import“: Maskulinum, männlich ImportMaskulinum, männlich | αρσενικό m <-(e)s; -e> Panoramica di tutte le traduzion (Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli) εισαγωγή, εισαγωγικό εμπόριο εισαγωγήFemininum, weiblich | θηλυκό f Import Einfuhr εισαγωγικό εμπόριοNeutrum, sächlich | ουδέτερο n Import Einfuhr Import Einfuhr