Hausverbot
Neutrum, sächlich | ουδέτερο nPanoramica di tutte le traduzion
(Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli)
- απαγόρευσηFemininum, weiblich | θηλυκό f εισόδου σε κτίριοHausverbotHausverbot
esempi
- Hausverbot habenμου απαγορεύεται η είσοδος σε κτίριο