„grauenhaft“ grauenhaft, grauenvollAdjektiv | επίθετο, ως επίθετο adj Panoramica di tutte le traduzion (Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli) φρικιαστικός, φρικτός, ανατριχιαστικός φρικιαστικός, φρικτός, ανατριχιαστικός grauenhaft grauenhaft