„Gehabe“: Neutrum, sächlich GehabeNeutrum, sächlich | ουδέτερο n <-s> Panoramica di tutte le traduzion (Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli) επιτηδευμένη συμπεριφορά επιτηδευμένη συμπεριφοράFemininum, weiblich | θηλυκό f Gehabe Gehabe