„flexibel“: Adjektiv flexibelAdjektiv | επίθετο, ως επίθετο adj Panoramica di tutte le traduzion (Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli) εύκαμπτος, ελαστικός, ευέλικτος εύκαμπτος, ελαστικός flexibel flexibel ευέλικτος flexibel auch | και, επίσηςa. in übertragenem Sinn | μεταφορικάfig flexibel auch | και, επίσηςa. in übertragenem Sinn | μεταφορικάfig