„Finanzamt“: Neutrum, sächlich FinanzamtNeutrum, sächlich | ουδέτερο n Panoramica di tutte le traduzion (Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli) φορολογική υπηρεσία, εφορία (οικονομική) εφορίαFemininum, weiblich | θηλυκό f Finanzamt φορολογική υπηρεσίαFemininum, weiblich | θηλυκό f Finanzamt Finanzamt