„erwirtschaften“: transitives Verb erwirtschaftentransitives Verb | μεταβατικό ρήμα v/t Panoramica di tutte le traduzion (Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli) αποκτώ με καλή οικονομική διαχείριση αποκτώ με καλή οικονομική διαχείριση erwirtschaften erwirtschaften