„Erbgut“: Neutrum, sächlich ErbgutNeutrum, sächlich | ουδέτερο n <-(e)s> Panoramica di tutte le traduzion (Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli) γονότυπος, γενότυπος γονότυποςMaskulinum, männlich | αρσενικό m Erbgut Biologie | βιολογίαBIOL γενότυποςMaskulinum, männlich | αρσενικό m Erbgut Biologie | βιολογίαBIOL Erbgut Biologie | βιολογίαBIOL