„Dienstreise“: Femininum, weiblich DienstreiseFemininum, weiblich | θηλυκό f Panoramica di tutte le traduzion (Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli) επαγγελματικό ταξίδι, υπηρεσιακό ταξίδι επαγγελματικό ταξίδιNeutrum, sächlich | ουδέτερο n Dienstreise υπηρεσιακό ταξίδιNeutrum, sächlich | ουδέτερο n Dienstreise Dienstreise esempi auf Dienstreise sein λείπω σε υπηρεσιακό ταξίδι auf Dienstreise sein