„chatten“: intransitives Verb chattenintransitives Verb | αμετάβατο ρήμα v/i Panoramica di tutte le traduzion (Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli) κάνω chat, συνομιλώ μέσω άμεσων μηνυμάτων κάνω chat, συνομιλώ μέσω άμεσων μηνυμάτων chatten Computer | ηλεκτρονικός υπολογιστήςCOMPUT chatten Computer | ηλεκτρονικός υπολογιστήςCOMPUT