„berühmt“: Adjektiv berühmtAdjektiv | επίθετο, ως επίθετο adj Panoramica di tutte le traduzion (Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli) διάσημος, ξακουστός, φημισμένος, περίφημος διάσημος, ξακουστός, φημισμένος, περίφημος berühmt berühmt esempi berühmt sein φημίζομαι (für για) berühmt sein