„Beinschiene“: Femininum, weiblich BeinschieneFemininum, weiblich | θηλυκό f Panoramica di tutte le traduzion (Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli) προστατευτικό κνήμης, νάρθηκας του κάτω άκρου προστατευτικόNeutrum, sächlich | ουδέτερο n κνήμης Beinschiene Sport | αθλητισμόςSPORT Beinschiene Sport | αθλητισμόςSPORT νάρθηκαςMaskulinum, männlich | αρσενικό m του κάτω άκρου Beinschiene Medizin | ιατρικήMED Beinschiene Medizin | ιατρικήMED