Beihilfe
Femininum, weiblich | θηλυκό f <-; -n>Panoramica di tutte le traduzion
(Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli)
- οικονομικό βοήθημαNeutrum, sächlich | ουδέτερο nBeihilfe finanziellοικονομική ενίσχυσηFemininum, weiblich | θηλυκό fBeihilfe finanziellεπίδομαNeutrum, sächlich | ουδέτερο nBeihilfe finanziellεπιχορήγησηFemininum, weiblich | θηλυκό fBeihilfe finanziellBeihilfe finanziell
- συνεργίαFemininum, weiblich | θηλυκό fBeihilfe Rechtswesen | νομικός όροςJURBeihilfe Rechtswesen | νομικός όροςJUR