Beglaubigung
Femininum, weiblich | θηλυκό f <-; -en>Panoramica di tutte le traduzion
(Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli)
- πιστοποίησηFemininum, weiblich | θηλυκό fBeglaubigung Rechtswesen | νομικός όροςJURεπικύρωσηFemininum, weiblich | θηλυκό fBeglaubigung Rechtswesen | νομικός όροςJURBeglaubigung Rechtswesen | νομικός όροςJUR