„befugt“: Adjektiv befugtAdjektiv | επίθετο, ως επίθετο adj Panoramica di tutte le traduzion (Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli) αρμόδιος, εξουσιοδοτημένος αρμόδιος, εξουσιοδοτημένος befugt befugt