„beachtlich“: Adjektiv beachtlichAdjektiv | επίθετο, ως επίθετο adj Panoramica di tutte le traduzion (Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli) αξιοσημείωτος, αξιόλογος αξιοσημείωτος, αξιόλογος beachtlich beachtlich