„Auslandsgeschäft“: Neutrum, sächlich AuslandsgeschäftNeutrum, sächlich | ουδέτερο n Panoramica di tutte le traduzion (Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli) εμπόριο στο εξωτερικό εμπόριοNeutrum, sächlich | ουδέτερο n στο εξωτερικό Auslandsgeschäft Auslandsgeschäft