„anstrengend“: Adjektiv anstrengendAdjektiv | επίθετο, ως επίθετο adj Panoramica di tutte le traduzion (Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli) κουραστικός, κοπιαστικός, εξαντλητικός κουραστικός, κοπιαστικός, εξαντλητικός anstrengend anstrengend