ώριμος
[ˈorimos], ώριμη, ώριμοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjPanoramica di tutte le traduzion
(Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli)
- reifώριμος καρπός, άνθρωπος, σχέδιο μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφώριμος καρπός, άνθρωπος, σχέδιο μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ