ύπουλος
[ˈipulos], ύπουλη, ύπουλοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjPanoramica di tutte le traduzion
(Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli)
- hinterlistigύπουλος άτομούπουλος άτομο
- tückischύπουλος ασθένειαύπουλος ασθένεια