όνομα
[ˈonoma]ουδέτερο | Neutrum, sächlich nPanoramica di tutte le traduzion
(Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli)
- Nameαρσενικό | Maskulinum, männlich mόνομα ονομασίαόνομα ονομασία
- Rufαρσενικό | Maskulinum, männlich mόνομα φήμη μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφόνομα φήμη μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ
- Nomenουδέτερο | Neutrum, sächlich nόνομα γραμματική | Grammatikγραμμόνομα γραμματική | Grammatikγραμμ
esempi
-
- κύριο όνομαEigennameαρσενικό | Maskulinum, männlich m
- πατρικό όνομαMädchennameαρσενικό | Maskulinum, männlich m
nascondi gli esempimostra più esempi