„όμοιος“ όμοιος [ˈom(j)ios], όμοια, όμοιοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Panoramica di tutte le traduzion (Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli) gleich, ähnlich gleich όμοιος ίδιος, ισάξιος όμοιος ίδιος, ισάξιος ähnlich όμοιος παρόμοιος όμοιος παρόμοιος esempi όμοιος ομοίω αεί πελάζει παροιμία Gleich und Gleich gesellt sich gern όμοιος ομοίω αεί πελάζει παροιμία όμοιος με άνθρωπο menschenähnlich όμοιος με άνθρωπο όμοιος με μάσκα maskenhaft όμοιος με μάσκα