„ωχροκίτρινος“ ωχροκίτρινος [oxroˈkjitrinos], ωχροκίτρινη, ωχροκίτρινοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Panoramica di tutte le traduzion (Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli) ockergelb ockergelb ωχροκίτρινος ωχροκίτρινος