„ωφέλεια“: θηλυκό ωφέλεια [oˈfelia]θηλυκό | Femininum, weiblich f Panoramica di tutte le traduzion (Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli) Nutzen, Gewinn, Vorteil Nutzenαρσενικό | Maskulinum, männlich m ωφέλεια ωφέλεια Gewinnαρσενικό | Maskulinum, männlich m ωφέλεια κέρδος ωφέλεια κέρδος Vorteilαρσενικό | Maskulinum, männlich m ωφέλεια πλεονέκτημα ωφέλεια πλεονέκτημα