ωριαίος
[oriˈeos], ωριαία, ωριαίοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjPanoramica di tutte le traduzion
(Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli)
- einstündigωριαίος μιας ώραςωριαίος μιας ώρας
- stündlichωριαίος κάθε ώραωριαίος κάθε ώρα