ψυγείο
[psiˈjio]ουδέτερο | Neutrum, sächlich nPanoramica di tutte le traduzion
(Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli)
- Kühlschrankαρσενικό | Maskulinum, männlich mψυγείο κουζίναςψυγείο κουζίνας
- Kühlregalουδέτερο | Neutrum, sächlich nψυγείο καταστήματοςψυγείο καταστήματος
- Kühlerαρσενικό | Maskulinum, männlich mψυγείο αυτοκίνητο | Autoαυτοκψυγείο αυτοκίνητο | Autoαυτοκ