„ψηφίο“: ουδέτερο ψηφίο [psiˈfio]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Panoramica di tutte le traduzion (Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli) Ziffer, Buchstabe Zifferθηλυκό | Femininum, weiblich f ψηφίο αριθμός ψηφίο αριθμός Buchstabeαρσενικό | Maskulinum, männlich m ψηφίο γράμμα ψηφίο γράμμα esempi ψηφίο ρουνικής γραφής Runeθηλυκό | Femininum, weiblich f ψηφίο ρουνικής γραφής