ψεύτρα
[ˈpseftra]θηλυκό | Femininum, weiblich fPanoramica di tutte le traduzion
(Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli)
- Lügnerinθηλυκό | Femininum, weiblich fψεύτρα μη ειλικρινήςψεύτρα μη ειλικρινής
- Betrügerinθηλυκό | Femininum, weiblich fψεύτρα απατεώνισσαψεύτρα απατεώνισσα