„ψευδορκία“: θηλυκό ψευδορκία [psevðorˈkjia]θηλυκό | Femininum, weiblich f Panoramica di tutte le traduzion (Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli) Meineid Meineidαρσενικό | Maskulinum, männlich m ψευδορκία νομικός όρος | Rechtswesenνομ ψευδορκία νομικός όρος | Rechtswesenνομ