„ψαρομάλλης“ ψαρομάλλης [psaroˈmalis], ψαρομάλλης, ψαρομάλλεςεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Panoramica di tutte le traduzion (Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli) grauhaarig grauhaarig ψαρομάλλης ψαρομάλλης