„ψίχα“: θηλυκό ψίχα [ˈpsixa]θηλυκό | Femininum, weiblich f Panoramica di tutte le traduzion (Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli) weiches Innere, Mark, Kern weiches Innereουδέτερο | Neutrum, sächlich n ψίχα ψωμιού, ξηρού καρπού ψίχα ψωμιού, ξηρού καρπού Markουδέτερο | Neutrum, sächlich n ψίχα βοτανική | Botanikβοτ ψίχα βοτανική | Botanikβοτ Kernαρσενικό | Maskulinum, männlich m ψίχα αμυγδάλου, κτλ ψίχα αμυγδάλου, κτλ