„ψήσιμο“: ουδέτερο ψήσιμο [ˈpsisimo]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Panoramica di tutte le traduzion (Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli) Braten, Backen, Grillen Bratenουδέτερο | Neutrum, sächlich n ψήσιμο στο τηγάνι ψήσιμο στο τηγάνι Backenουδέτερο | Neutrum, sächlich n ψήσιμο στο φούρνο ψήσιμο στο φούρνο Grillenουδέτερο | Neutrum, sächlich n ψήσιμο στη σχάρα ψήσιμο στη σχάρα