„χωρισμός“: αρσενικό χωρισμός [xorizˈmos]αρσενικό | Maskulinum, männlich m Panoramica di tutte le traduzion (Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli) Trennung, Teilung, Scheidung Trennungθηλυκό | Femininum, weiblich f χωρισμός δύο ανθρώπων χωρισμός δύο ανθρώπων (Ehe-)Scheidungθηλυκό | Femininum, weiblich f χωρισμός διαζύγιο χωρισμός διαζύγιο Teilungθηλυκό | Femininum, weiblich f χωρισμός διαίρεση χωρισμός διαίρεση