χρωματιστός
[xromatisˈtos], χρωματιστή, χρωματιστόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjPanoramica di tutte le traduzion
(Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli)
esempi
- χρωματιστά ρούχαπληθυντικός ουδετέρου | Neutrum Plural nplBuntwäscheθηλυκό | Femininum, weiblich f
- χρωματιστό στιλόουδέτερο | Neutrum, sächlich nFarbstiftαρσενικό | Maskulinum, männlich m
- χρωματιστό χαρτίουδέτερο | Neutrum, sächlich nBuntpapierουδέτερο | Neutrum, sächlich n